περιστροφή

περιστροφή
Επίπεδη π. γύρω από ένα κέντρο Ο, ονομάζουμε την κίνηση στο επίπεδο, στην οποία, αφήνοντας σταθερό το Ο (κέντρο της π.), σε κάθε σημείο Ρ αντιστοιχεί ένα άλλο P’, τέτοιο ώστε OP’ = OP. Σε ένα μονομομετρικό καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, έστω x, ψ οι συντεταγμένες του Ρ, x’, y’, οι συντεταγμένες του P’ και φ η γωνία ΡΟΡ’·τότε η π. συμβολίζεται με τις εξισώσεις: x = συνφ - y ημφ και y = x ημφ + y συνφ. Κατά τρόπο ανάλογο προς την κίνηση στο επίπεδο, μπορούμε να θεωρήσουμε την π. στο διάστημα γύρω από ένα σταθερό άξονα, τον άξονα περιστροφής. Ονομάζουμε επιφάνεια εκ περιστροφής την επιφάνεια που παράγεται από την π. μιας γραμμής γύρω από ένα άξονα, και στερεό εκ περιστροφής το στερεό που παράγει η π. μιας επιφάνειας γύρω από ένα άξονα. Στον καρτεσιανό χώρο x, y, z, έστω f (x, z) = 0 η εξίσωση μιας καμπύλης του επιπέδου xz· η εξίσωση της επιφάνειας π. η οποία λαβαίνεται δια της π. της καμπύλης γύρω από τον άξονα z, δίνεται από το . Στη μηχανική, με την έννοια π. υποδείχνεται η κίνηση ενός σώματος γύρω από τον άξονά του. Κατά τη διάρκεια της π. ενός σώματος, όλα τα σημεία του εκτελούν μια κίνηση περιστροφική γύρω από αυτόν τον άξονα και με την αυτή γωνιακή ταχύτητα. Στις πρακτικές εφαρμογές, η μελέτη της π. των σωμάτων υπολογίζει τις φυγόκεντρες δυνάμης ή τις αντιδράσεις αδρανείας, οι οποίες παράγονται κατά τη διάρκεια της κίνησης του σώματος και εξαρτώνται από αυτήν· στην περίπτωση που το σώμα είναι ελεύθερο να περιστραφεί με οποιονδήποτε τρόπο, οι δυνάμεις αυτές μπορούν να μεταβάλλουν τον άξονα π. Ο άξονας π. παραμένει έτσι σταθερός, αν συμπίπτει με ένα από τους άξονες της ελλειψοειδούς αδράνειας του σώματος. Πιο περίπλοκη παρουσιάζεται η μελέτη της κίνησης ενός σώματος ή ενός συστήματος υποκείμενου σε δύο περιστροφικές κινήσεις· τυπική κίνηση αυτού του τύπου είναι η κίνηση του γυροσκοπίου. Στην αστρονομία, ο όρος π. υποδείχνει την π. των αστέρων γύρω από τον άξονά τους. Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της, ο οποίος διέρχεται από τους πόλους, κατά τη διεύθυνση δύση-ανατολή: ακόμα και ο Ήλιος και η Σελήνη έχουν μια περιστροφική κίνηση. Η περίοδος της π. των αστέρων κυμαίνεται πολύ και μπορεί να έχει διάρκεια από μερικές γήινες ημέρες έως μερικά έτη. Για την π. ή στροφή ενός ανύσματος, διάνυσμα.
* * *
η, ΝΜΑ [περιστρέφω]
κίνηση που διαγράφει πραγματικό ή νοητό κύκλο γύρω από έναν άξονα, κυκλική κίνηση, περιφορά
νεοελλ.
1. αστρον. κίνηση ουράνιου σώματος γύρω από τον άξονά του
2. μαθημ. βασικός γεωμετρικός μετασχηματισμός που περιλαμβάνει ειδική κίνηση σχημάτων στο επίπεδο και στον χώρο κατά την οποία ένα τουλάχιστον σημείο τού επιπέδου ή τού χώρου παραμένει ακίνητο
3. τεχνολ. κίνηση σώματος κατά την οποία οι τροχιές τών σημείων του αποτελούν περιφέρειες κύκλων
4. φυσ. η κίνηση ενός σώματος γύρω από ένα σημείο ή έναν άξονά του, υπαρκτό ή νοητό
5. ναυτ. ελιγμός ή χειρισμός που αποβλέπει στην στροφή τού πλοίου γύρω από τον εαυτό του, κατά την διάρκεια γυμνασίων, επιχειρήσεων ή χειρισμών αγκυροβολίας
6. στρ. κίνηση συντεταγμένου ιππικού κατά την οποία μια μονάδα παρατεταγμένη που βάδιζε σε φάλαγγα έπαιρνε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που είχε, διατηρώντας όμως την ίδια τάξη τών ιππέων μεταξύ τους
7. βοτ. τύπος πρωτοπλασματικής κίνησης που παρατηρείται σε κύτταρα με μεγάλο χυμοτόπιο και λεπτό επιτοίχιο κυτταροπλασματικό στρώμα
8. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) απομάκρυνση από την κύρια κατεύθυνση ή από το κύριο θέμα («μίλα χωρίς περιστροφές» — μίλα καθαρά, απερίφραστα)
9. φρ. α) «διάνυσμα περιστροφής»
φυσ. διάνυσμα που χαρακτηρίζει περιστροφική κίνηση τού μορίου ενός υγρού σε ένα ρεύμα για το οποίο το δεδομένο διανυσματικό πεδίο είναι πεδίο ταχυτήτων
β) «φαινομενική ή συνοδική περιστροφή τού Ηλίου» — ο χρόνος τον οποίο δαπανά κάθε ηλιακή κηλίδα για να επανέλθει στο σημείο από το οποίο αναχώρησε
αρχ.
1. αντιστροφή τών όρων
2. διαστροφή, παραμόρφωση
3. σύσπαση, σπασμός
4. (σχετικά με τις τρίχες τής κεφαλής)
μεταστροφή, μεταλλαγή
6. μτφ. συναναστροφή, παρέα
7. φρ. «ἐν περιστροφῇ»
(ως επίρρ.) μεταξύ, στο μέσο («ὡς ἐδοξάσθη ἐν περιστροφῇ λαοῡ», ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιστροφῇ — περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφή — turning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφή — η 1. κυκλική κίνηση, στριφογύρισμα: Η περιστροφή των ουράνιων σωμάτων. 2. μτφ., υπεκφυγή, προσπάθεια να φύγει κανείς από το θέμα συζήτησης ή να πει αυτό που θέλει με ήπιο τρόπο: Χωρίς περιστροφές πες μας τι θέλεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφορική περιστροφή — (Αστρον.). Η περιστροφή διαφορετικών τμημάτων ενός συστήματος με διαφορετικές ταχύτητες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ένα σύστημα, όπως ένας αστέρας, που αποτελείται βασικά από αέρια. Σε ένα στερεό σώμα, όπως η Γη, όλα τα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • περιστροφῆι — περιστροφῇ , περιστροφή turning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφαῖς — περιστροφή turning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφαί — περιστροφή turning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφῆς — περιστροφή turning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφήν — περιστροφή turning fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστροφῶν — περιστροφή turning fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”